- γεωμετρώ
- (-έω) (AM γεωμετρῶ, -έω) [γεωμέτρης]είμαι γεωμέτρης, ασχολούμαι με τη γεωμετρίαμσν.παθ. γεωμετροῡμαιείμαι ή γίνομαι αντικείμενο μελέτηςαρχ.μετρώ, καταμετρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεωμετρώ — ασχολούμαι με τη γεωμετρία, είμαι γεωμέτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωμετρῶ — γεωμετρέω measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) γεωμετρέω measure pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγεωμέτρητος — η, ο (Α ἀγεωμέτρητος, ον) [γεωμετρῶ] αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικά αρχ. 1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος 2. απαίδευτος, αμαθής «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ.… … Dictionary of Greek
καταγεωμετρώ — καταγεωμετρῶ, έω (AM) μετρώ κάτι σύμφωνα με τους κανόνες τής γεωμετρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γεωμετρῶ «μετρώ, υπολογίζω»] … Dictionary of Greek